Dr. Δημήτριος Π. Γκιουζέλης MD, PHD

γενικός χειρουργός

Παθήσεις Μαστού

Στο μαστό, όπως και σε κάθε όργανο, μπορούν να εκδηλωθούν αρκετές παθήσεις, είτε καλοήθεις είτε κακοήθεις. Παθήσεις μαστού, όπως εξογκώματα, πόνος ή ευαισθησία στο στήθος, εκκρίματα από τη θηλή, εισολκήτης θηλής, φλεγμονή και δερματικές αλλαγές, είναι διαδεδομένα ζητήματα που επηρεάζουν τις γυναίκες όλων των ηλικιακών ομάδων. Η πλειοψηφία των παθήσεων του μαστού προκαλούν ανησυχία και άγχος στις γυναίκες, παρόλο που, στις περισσότερες περιπτώσεις (αν και όχι πάντα), δεν πρόκειται για κακοήθη μορφώματα. Συνιστάται για κάθε γυναίκα, μετά την εφηβεία, να προγραμματίζει ετήσια επίσκεψη σε ιατρό που ειδικεύεται στις παθήσεις του μαστού. Ένας τέτοιος εξειδικευμένος ιατρός είναι ο κατάλληλος για να παρέχει καθοδήγηση και να αντιμετωπίσει τυχόν απορίες που σχετίζονται με παθήσεις μαστού.

Κύστεις μαστού

Οι κύστεις του μαστού είναι μια από τις πιο διαδεδομένες καλοήθεις παθήσεις του μαστού που επηρεάζουν τις γυναίκες. Αυτοί οι γεμάτοι με υγρό σάκοι συχνά προκαλούν ανησυχία λόγω της δυνατότητάς τους να μιμούνται πιο σοβαρές παθήσεις του μαστού, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου. Οι κύστεις του μαστού συνήθως εκδηλώνονται ως ψηλαφητές, λείες και στρογγυλές μάζες που είναι κινητές μέσα στον ιστό του μαστού. Μπορεί να ποικίλλουν σε μέγεθος και συχνά συνοδεύονται από πόνο ή ευαισθησία στο στήθος. Τα συμπτώματα τείνουν να επιδεινώνονται στην προεμμηνορροϊκή φάση, όταν οι ορμονικές αλλαγές είναι πιο έντονες. Καθώς οι κύστεις είναι ορμονοεξαρτώμενες, είναι πιο συχνές σε γυναίκες μεταξύ 30 και 50 ετών και συνήθως εξαφανίζονται μετά την εμμηνόπαυση. Μάλιστα, υπάρχει πιθανότητα να επανεμφανιστούν στο μέλλον.

Η εκτίμηση και αξιολόγηση των κύστεων μαστού γίνεται με κλινική εξέταση και υπερηχογράφημα μαστού. Ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της κύστης, ο υπέρηχος μπορεί να τις κατηγοριοποιήσει μορφολογικά σε απλές, επιλεγμένες και περίπλοκες. Οι απλές κύστεις περιέχουν μόνο υγρό, χωρίς στερεά στοιχεία, και συνήθως αντιμετωπίζονται (όταν είναι μεγάλες και προκαλούν πόνο) με παρακέντηση και αναρρόφηση του υγρού, μια διαδικασία η οποία συχνά αρκεί για την καταπολέμηση της κύστης. Ωστόσο, εάν η κύστη παρουσιάσει υποτροπή, μπορεί να χρειαστεί επανάληψη της διαδικασίας και εάν εντοπιστεί ξανά υποτροπή, συνιστάται συνήθως χειρουργική αφαίρεση. Η αποστολή του υγρού που αφαιρέθηκε για κυτταρολογική εξέταση δεν είναι απαραίτητη, εκτός κι αν σε αυτό εντοπίζεται αίμα.

Οι σύνθετες κύστεις εμφανίζουν ορισμένα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά απλών κύστεων, αλλά συνήθως περιέχουν τόσο υγρά όσο και στερεά στοιχεία. Πολύ σπάνια (0,4%) μπορεί να υποκρύπτουν κακοήθεια, γι’ αυτό η αναρρόφηση είναι υποχρεωτική, συχνά συνοδευόμενη από πρόσθετη απεικόνιση μέσω μαστογραφίας. Τέλος, οι περίπλοκες κύστεις έχουν μικτά χαρακτηριστικά, που περιλαμβάνουν χαρακτηριστικά τόσο των κύστεων όσο και των συμπαγών μαζών. Έχουν σημαντική πιθανότητα να κρύβουν από πίσω τους κακοήθεια (20- 43%), συνεπώς απαιτείται βιοψία.

Πόνος στο μαστό (μασταλγία)

Ο πιο συνηθισμένος τύπος πόνου στο μαστό προκαλείται από ορμόνες που ρυθμίζουν τον εμμηνορροϊκό κύκλο της γυναίκας. Αυτές οι ορμονικές αλλαγές μπορεί να οδηγήσουν σε πόνο και στους δύο μαστούς αρκετές ημέρες πριν από την έναρξη της εμμήνου ρύσεως. Αυτός ο τύπος πόνου εμφανίζεται κυκλικά και ποικίλλει ανάλογα με τις διάφορες φάσεις του εμμηνορροϊκού κύκλου, ως εκ τούτου αναφέρεται ως κυκλική μασταλγία.

Η κυκλική μασταλγία συνήθως δεν αποτελεί ένδειξη ή σύμπτωμα καρκίνου του μαστού ή άλλα σοβαρών ζητημάτων. Λιγότερο συχνά, μια γυναίκα μπορεί να εμφανίσει «μη κυκλική μασταλγία». Αυτός ο τύπος πόνου δεν σχετίζεται με τον εμμηνοροϊκό κύκλο και μπορεί να επηρεάσει μόνο έναν μαστό ή μια συγκεκριμένη περιοχή του μαστού.

Η μη κυκλική μασταλγία συνήθως προκαλείται από προβλήματα εκτός του μαστού, όπως μυοσκελετικές κακώσεις, δερματικές παθήσεις, διαταραχές της σπονδυλικής στήλης ή προβλήματα άλλων συστημάτων. Σε πολύ μικρό ποσοστό περιπτώσεων θα μπορούσε να αποδοθεί σε καρκίνο του μαστού.

Οι γυναίκες που βιώνουν επίμονο πόνο στο στήθος θα πρέπει να συμβουλευτούν τον γιατρό τους, ο οποίος θα καθορίσει εάν είναι απαραίτητη η διενέργεια περαιτέρω εξετάσεων. Εφόσον διαπιστωθεί ότι ο πόνος δεν σχετίζεται με κάποια σοβαρή λανθάνουσα πάθηση, συνιστώνται τα εξής μέτρα αντιμετώπισης:

  • Λήψη παυσίπονων ή αντιφλεγμονωδών φαρμάκων τα οποία δε χρειάζονται ιατρική συνταγή, ενώ σε περιπτώσεις έντονου, ανθεκτικού στα φάρμακα πόνου, συνταγογραφούνται ισχυρότερη αναλγητική φαρμακευτική αγωγή.
  • Μείωση ή διακοπή φαρμακευτικής αγωγής που μπορεί να περιλαμβάνει ορμονικά σκευάσματα όπως οιστρογόνα, κατόπιν συνεννόησης με τον ιατρό.
  • Καθημερινή χρήση ειδικά σχεδιασμένων μαλακών, υποστηρικτικών αθλητικών στηθόδεσμων.
  • Καθημερινή εκτέλεση ήπιων ασκήσεων για τον αυχένα και το στήθος όταν ο πόνος οφείλεται σε μυοσκελετικά αίτια.
  • Σε ορισμένες γυναίκες, οι διατροφικές αλλαγές ή η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής μπορεί να βοηθήσουν στην ανακούφιση του πόνου.

Φλεγμονές μαστού

Οι φλεγμονές του μαστού, στις οποίες συγκαταλέγεται η μαστίτιδα και τα αποστήματα του μαστού, αντιπροσωπεύουν σημαντικές κλινικές καταστάσεις που περιλαμβάνουν τη φλεγμονώδη απόκριση του ιστού του μαστού. Η μαστίτιδα, που συναντάται συχνά σε θηλάζουσες γυναίκες, χαρακτηρίζεται από τη φλεγμονή των μαστικών αδένων, που συνήθως προκαλείται από βακτηριακές λοιμώξεις, κυρίως από Staphylococcus aureus, που μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στον ιστό του μαστού μέσω τραυματισμένων θηλών ή γαλακτοφόρων αγωγών. Η πάθηση συνδέεται συνήθως με στάση γάλακτος, διόγκωση ή ανεπαρκή αποστράγγιση γάλακτος, που οδηγεί σε ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων. Τα συμπτώματα της μαστίτιδας περιλαμβάνουν τοπικό πόνο στο στήθος, ερυθρότητα, πρήξιμο και αίσθημα καύσου, που συχνά συνοδεύονται από συστηματικές εκδηλώσεις όπως πυρετός και κακουχία.

Εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, η μαστίτιδα μπορεί να εξελιχθεί σε σχηματισμό αποστήματος μαστού, το οποίο αντιπροσωπεύει μια πιο σοβαρή και εντοπισμένη φλεγμονώδη απόκριση που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση πύου στον ιστό του μαστού. Οι φλεγμονές του μαστού αντιμετωπίζονται σε πρώτη φάση με λήψη αντιβιοτικής αγωγής για χρονικό διάστημα 10 ημερών έως 2 εβδομάδων. Ωστόσο, τα αποστήματα του μαστού μπορεί να απαιτούν πιο επεμβατικές διαδικασίες όπως παροχέτευση μέσω αναρρόφησης ή χειρουργικής επέμβασης, σε συνδυασμό με τη λήψη αντιβιοτικής θεραπείας.

Εάν τα συμπτώματα επιμείνουν μετά τη λήψη αντιβιοτικών, είναι απαραίτητη μια επανεκτίμηση για να αποκλειστεί μια σπάνια μορφή καρκίνου του μαστού, ο φλεγμονώδης καρκίνος. Αυτός ο τύπος καρκίνου μπορεί επίσης να προκαλέσει ερυθρότητα και πρήξιμο, που εκ πρώτης όψεως παραπέμπει σε μαστίτιδα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα πρέπει να λαμβάνεται δείγμα από την πάσχουσα περιοχή μέσω παρακέντησης με λεπτή βελόνα (FNA) για περαιτέρω εξέταση.

Ινοκυστική νόσος – Ινοκυστική μαστοπάθεια

Η ινοκυστική μαστοπάθεια, επίσης γνωστή ως ινοκυστική νόσος μαστού ή καλοήθης νόσος του μαστού, είναι μια κοινή και μη καρκινική πάθηση που επηρεάζει τον ιστό του μαστού, κυρίως σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολλαπλών, συχνά γεμάτων με υγρό κύστεων και αυξημένου ινώδους ιστού εντός του μαστού. Αυτές οι μεταβολές και αλλοιώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε ευαισθησία, πόνο, εμφάνιση εξογκωμάτων ή αλλαγές στην υφή του μαστού. Οι ινοκυστικές αλλαγές μπορεί να εκδηλωθούν και στους δύο μαστούς, συχνά στο άνω και στο εξωτερικό τεταρτημόριο, όπου βρίσκεται η πλειονότητα των μαστικών αδένων, ή στην κάτω πλευρά του μαστού. Η ενόχληση που σχετίζεται με αυτές τις αλλαγές μπορεί να κυμαίνεται από ήπιο πόνο έως εκτεταμένη ευαισθησία κατά την αφή.

Η ακριβής αιτία της ινοκυστικής μαστοπάθειας δεν είναι πλήρως κατανοητή, αλλά πιστεύεται ότι επηρεάζεται από τις ορμονικές διακυμάνσεις σε όλο τον εμμηνορροϊκό κύκλο. Τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη πιστεύεται ότι διαδραματίζουν βασικό ρόλου στην ανάπτυξη ινοκυστικών αλλαγών, καθώς αυτές οι ορμόνες μπορούν να προκαλέσουν διαστολή των αιμοφόρων αγγείων, διόγκωση των γαλακτικών αδένων και άλλα προβλήματα. Συνήθως, αυτές οι αλλαγές υποχωρούν μετά την εμμηνόπαυση, επιβεβαιώνοντας ότι η υποκείμενη αιτία τους είναι ορμονική. Η ινοκυστική μαστοπάθεια συνήθως διαγιγνώσκεται μέσω κλινικής εξέτασης, απεικονιστικών εξετάσεων του μαστού και μερικές φορές βιοψίας εάν υπάρχουν ύποπτα ευρήματα. Είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση της ινοκυστικής μαστοπάθειας από τον καρκίνο του μαστού, καθώς ορισμένα συμπτώματα, όπως η ύπαρξη εξογκωμάτων, μπορεί να επικαλύπτονται. Ενώ η ινοκυστική μαστοπάθεια δεν είναι πρόδρομος του καρκίνου του μαστού, είναι ζωτικής σημασίας για τα άτομα με αλλαγές στο στήθος ή δυσφορία να λαμβάνουν κατάλληλη αξιολόγηση και παρακολούθηση από ειδικό.

Η διαχείριση της ήπιας μασταλγίας που αποδίδεται σε ινοκυστικές αλλαγές του μαστού περιλαμβάνει προσαρμογές στον τρόπο ζωής, όπως η διακοπή του καπνίσματος, η μείωση της κατανάλωσης καφεΐνης ή σοκολάτας και η αντιμετώπιση του συνυπάρχοντος άγχους, το οποίο συχνά υπάρχει στις περισσότερες περιπτώσεις. Σε περιπτώσεις έντονου πόνου, συνιστάται η χορήγηση απλής αναλγητικής θεραπείας με δραστικά συστατικά όπως παρακεταμόλη, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και ένζυμα που βοηθούν στη μείωση του οιδήματος και της φλεγμονής.

Ινοαδενώματα

Τα ινοαδενώματα αποτελεί μία από τις παθήσεις μαστού και είναι κοινοί καλοήθεις όγκοι του μαστού που επηρεάζουν κυρίως γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Τυπικά παρουσιάζονται ως καλά καθορισμένα, κινητά και ανώδυνα εξογκώματα του μαστού. Τα ινοαδενώματα σχετίζονται με τις ορμονικές διακυμάνσεις, παρουσιάζοντας συχνά ανάπτυξη και αλλαγές στο μέγεθος κατά τη διάρκεια του εμμηνοροΐκού κύκλου ή της εγκυμοσύνης λόγω της επίδρασης των οιστρογόνων και της προγεστερόνης. Συνεπώς, εμφανίζονται με αυξημένη συχνότητα σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, ενώ το μέγεθός τους επεκτείνεται εάν η γυναίκα μείνει έγκυος ή χρειαστεί να λάβει οιστρογόνα ή προγεστερόνη. Τα ινοαδενώματα συνήθως υποχωρούν στην εμμηνόπαυση.

Τα ινοαδενώματα των οποίων το μέγεθος δεν υπερβαίνει τα 2 εκατοστά και τόσο τα κλινικά όσο και τα απεικονιστικά ευρήματα δεν δημιουργούν υποψίες κακοήθειας δεν απαιτείται θεραπεία, ωστόσο χρειάζεται να παρακολουθείται τακτικά μέσω απεικονιστικών εξετάσεων. Αντιθέτως, σε περιπτώσεις που παρουσιάζονται συμπτωματικά ή αυξανόμενα σε μέγεθος ινοαδενώματα, καθώς και ινοαδενώματα με άτυπα χαρακτηριστικά, συνιστάται ο αποκλεισμός πιθανής κακοήθειας μέσω παρακέντησης με λεπτή βελόνα (FNA) και περαιτέρω κυτταρολογικής εξέτασης. Σε περιπτώσεις όπου η συνεχής υπερηχογραφική παρακολούθηση αποκαλύπτει αύξηση του μεγέθους ή αλλαγή στο σχήμα του ινοαδενώματος, δικαιολογείται η χειρουργική αφαίρεση. Τα ινοαδενώματα δεν υποτροπιάζουν μετά την πλήρη εκτομή, αλλά είναι πιθανό να εμφανιστεί ένα άλλο σε έναν από τους δύο μαστούς στο μέλλον.

Έκκριμα από τη θηλή (εκροή υγρού από τη θηλή του μαστού)

Ο αδένας του γυναικείου μαστού αποτελείται από πολυάριθμους μικρότερου μεγέθους αδένες, οι οποίοι συνδέονται με τη θηλή μέσω μικρών σωλήνων οι οποίοι ονομάζονται εκφορητικοί πόροι. Οι τελευταίοι χρησιμεύουν στην αποβολή υγρού από τη θηλή. Το έκκριμα της θηλής αναφέρεται στην εκροή υγρού από τη θηλή, και αναφέρεται εναλλακτικά και ως γαλακτόρροια. Είναι μία εκ των πιο συνηθισμένων και συχνών παθήσεων του μαστού, ωστόσο μπορεί να αποτελέσει ανησυχητικό σύμπτωμα λόγω της πιθανής συσχέτισής της με διάφορες υποκείμενες παθήσεις. Βέβαια, η γαλακτόρροια και από τις δύο θηλές είναι ιδιαίτερα συχνή ιδίως κατά το πρώτο έτος έπειτα από τον τοκετό. Άλλες πιθανές αιτίες που συμβάλλουν στην εκροή υγρού από τη θηλή του μαστού είναι ο υποθυρεοειδισμός ή η ύπαρξη όγκων στην υπόφυση, η οποία συνιστά έναν αδένα του εγκεφάλου, οι οποίοι πυροδοτούν την αύξηση των επιπέδων προλακτίνης. Η λήψη ορισμένων φαρμάκων ενδέχεται επίσης να προκαλέσει την εμφάνιση εκκρίματος από τη θηλή ως παρενέργεια.

Πολλές γυναίκες μπορεί να παρατηρήσουν μια μικρή ποσότητα υγρού που προέρχεται από τη θηλή τους όταν πιέζουν το στήθος ή την περιοχή που περιβάλλει τη θηλή. Αυτό το υγρό, συνήθως κιτρινωπό, πρασινωπό ή καφέ, αναφέρεται ως «φυσιολογικό έκκριμα» και δεν προκαλεί ανησυχία. Η φυσιολογική έκκριση δεν περιέχει αίμα. Όταν εμφανίζεται αυθόρμητη έκκριση από τη θηλή (υγρό που βγαίνει μόνο του, χωρίς πίεση στο μαστό ή στη θηλή) ή όταν το υγρό είναι διαυγές ή αιματηρό, μπορεί να αποτελεί ένδειξη πιο ανησυχητικών καταστάσεων. Στην πιο ανώδυνη περίπτωση, το έκκριμα από τη θηλή ενδέχεται να οφείλεται σε ένα μικρό καλοήθες εξόγκωμα μέσα σε έναν από τους πόρους του μαστού. Ωστόσο, σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, ενδέχεται να υποδηλώνει καρκίνο του μαστού. Η έκκριση από τη θηλή μπορεί να είναι σύμπτωμα υποκείμενου καρκίνου του μαστού, ειδικά όταν υφίστανται και άλλα συνοδά συμπτώματα. Κάθε γυναίκα που εντοπίζει έκκριμα από τη θηλή της θα πρέπει να συμβουλευτεί τον γιατρό της, ο οποίος στη συνέχεια θα αξιολογήσει το είδος του εκκρίματος και θα συστήσει τις κατάλληλες εξετάσεις.

Εισολκή της θηλής του μαστού

Η εισολκή της θηλής γίνεται αντιληπτή όταν η μία ή και οι δύο θηλές του μαστού παρουσιάζει στροφή προς τα μέσα αντί να έχει την τυπική προς τα έξω θέση της στο μαστό. Αυτή η κατάσταση μπορεί να εκδηλωθεί είτε ως συγγενής, δηλαδή από τη στιγμή της γέννησης, είτε ως επίκτητη, με την τελευταία να σχετίζεται συχνά με διάφορες υποκείμενες παθολογίες. Σε ορισμένες γυναίκες η εισολκή της θηλής ενδέχεται να εμφανίζεται και να παρέρχεται ανά διαστήματα ή να είναι εμφανής έπειτα από το θηλασμό, μια κατάσταση η οποία δε χρειάζεται να εγείρει ανησυχίες.

Ωστόσο, εάν μια γυναίκα παρουσιάζει ξαφνικά εισολκή θηλής, είναι σημαντικό να αναζητήσει ιατρική συμβουλή. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η κατάσταση αυτή δεν εγείρει καμία ανησυχία, ορισμένες όμως φορές ενδέχεται να αντιπροσωπεύει την πρώτη ένδειξη καρκίνου του μαστού. Στο πλαίσιο των κακοηθειών, η εισολκή της θηλής μπορεί να είναι ένα ανησυχητικό κλινικό σημάδι, συχνά ενδεικτικό ενός διεισδυτικού όγκου που επηρεάζει τον υποκείμενο ιστό του μαστού. Για την αξιολόγηση της εισολκής θηλής απαιτείται η πραγματοποίηση κλινικής εξέτασης από ειδικό και μαστογραφίας.

Αλλοιώσεις του δέρματος των μαστών

Οι δερματικές αλλαγές στην περιοχή του μαστού αποτελούν παθήσεις μαστού που μπορεί να οδηγήσουν σε κνησμό, ερυθρότητα, οίδημα ή στροφή της επιφάνειας του δέρματος προς τα μέσα το οποίο εμφανίζεται ως βαθούλωμα. Η πλειοψηφία των αλλοιώσεων του δέρματος των μαστών δεν θα πρέπει να προκαλέσουν ανησυχία. Ωστόσο, σε περίπτωση που επιμένουν χρήζουν ιατρικής αξιολόγησης.

Συγκεκριμένα, η εισολκή του δέρματος μπορεί να αποτελεί μια από τις πρώιμες ενδείξεις καρκίνου του μαστού. Ένα άλλο σύμπτωμα που χρήζει άμεσης διερεύνησης είναι η όψη «φλοιού πορτοκαλιού» στους μαστούς, η οποία μπορεί να παρουσιαστεί σε σπανιότερες καρκινικές αλλοιώσεις όπως η νόσος Paget και ο φλεγμονώδης καρκίνος του μαστού. Η διερεύνηση κάθε μορφής αλλοιώσεων του δέρματος των μαστών είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει ενδελεχή κλινική εξέταση των μαστών ενώ μπορεί να συμπληρώνεται από απλή ή μαγνητική μαστογραφία ή και βιοψία της δερματικής αλλοίωσης.

Καρκίνος του μαστού

Ο καρκίνος του μαστού είναι μια πολύπλοκη κυτταρική νόσος που εκδηλώνεται όταν παθολογικά κύτταρα πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, με αποτέλεσμα να σχηματίσουν κακοήθη όγκο εντός του ιστού του μαστού. Τα κύτταρα αυτά ενδέχεται έπειτα να εξαπλωθούν σε γειτονικούς ιστούς, με αποτέλεσμα να εκδηλώνονται μεταστάσεις, οι οποίες επιφέρουν δυσάρεστες συνέπειες για ολόκληρο τον οργανισμό. Η συγκεκριμένη νόσος συνιστά την πιο συχνή σε εμφάνιση μορφή κακοήθειας στο γυναικείο πληθυσμό. Εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες μεταξύ 50 και 70 ετών, καθώς η εμφάνιση της συγκεκριμένης κακοήθειας πριν τα 30 έτη είναι σπάνια.

Ο καρκίνος του μαστού εμφανίζεται λόγω γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων και η ακριβής αιτία του παραμένει αντικείμενο συνεχούς έρευνας. Ενώ η γενετική παίζει κρίσιμο ρόλο, έχουν εντοπιστεί ορισμένοι παράγοντες κινδύνου, όπως το γυναικείο φύλο (αν και η πάθηση πλήττει και τους άνδρες), η προχωρημένη ηλικία (με αυξανόμενο κίνδυνο καθώς προχωρά η ηλικία), το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού, οι κληρονομικές γονιδιακές μεταλλάξεις (BRCA1 και BRCA2), ορμονικοί παράγοντες (πρώιμη έμμηνος ρύση, καθυστερημένη εμμηνόπαυση, θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης) και επιλογές τρόπου ζωής (ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες, κατανάλωση αλκοόλ, σωματική αδράνεια).

Αποτελεί μια πολύπλοκη ασθένεια στις παθήσεις μαστού και μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε διάφορους τύπους με βάση τα ιστολογικά, μοριακά και κλινικά χαρακτηριστικά. Οι κύριοι τύποι περιλαμβάνουν τον πορογενή και το λοβιακό καρκίνο του μαστού. Το σημείο εντόπισης του όγκου σε περίπτωση πορογενούς καρκίνου είναι οι γαλακτοφόροι πόροι, ενώ στο λοβιακό καρκίνο ο όγκος εντοπίζεται στα λόβια, τα σημεία παραγωγής του μητρικού γάλακτος. Παράλληλα, ο καρκίνος του μαστού διακρίνεται περαιτέρω σε διηθητικό και μη διηθητικό ή in situ. Ο διηθητικός καρκίνος μπορεί επίσης να διεισδύσει στον κοντινό ιστό του μαστού, προκαλώντας μεταστάσεις, ενώ ο μη διηθητικός τύπος στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δε χαρακτηρίζεται μεταστατικός. Μέχρι πρότινος, η ενδεδειγμένη θεραπευτική προσέγγιση ήταν χειρουργική και περιελάμβανε αφαίρεση ολόκληρου του μαστού στον οποίο εντοπιζόταν ο όγκος (ολική μαστεκτομή). Πλέον, αν και το χειρουργείο εξακολουθεί στην πλειοψηφία των περιπτώσεων να είναι μονόδρομος, έχουν ένδειξη λιγότερο «παραμορφωτικές» χειρουργικές τεχνικές, όπως η αφαίρεση του όγκου σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία.