Dr. Δημήτριος Π. Γκιουζέλης MD, PHD

γενικός χειρουργός

Παθήσεις Θυρεοειδούς κι Επινεφριδίων

Ο θυρεοειδής αδένας και τα επινεφρίδια είναι απαραίτητα συνθετικά στοιχεία του ενδοκρινικού συστήματος, υπεύθυνα για τη ρύθμιση πολλών φυσιολογικών διεργασιών στο ανθρώπινο σώμα. Όταν οι αδένες που συνθέτουν το ενδοκρινικό σύστημα, ή αλλιώς οι ενδοκρινείς αδένες, αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν σωστά, μπορεί να εμφανιστούν διάφορες διαταραχές, οδηγώντας σε σημαντικές επιπλοκές στην υγεία. Βασικό χαρακτηριστικό των ενδοκρινών αδένων είναι η αθροιστική τους λειτουργία και η αλληλεξάρτησή τους, με αποτέλεσμα η εκδήλωση κάποιας πάθησης σε αυτούς να επιδρά αρνητικά σε πλήθος λειτουργιών του οργανισμού. Στις κυριότερες διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος συγκαταλέγονται διάφορες παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα και των επινεφριδίων, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την ορθή λειτουργία του οργανισμού.

Παθήσεις Θυρεοειδούς: Υποθυρεοειδισμός

Ο υποθυρεοειδισμός είναι μια κοινή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, με αποτέλεσμα μειωμένη παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών, κυρίως θυροξίνης (Τ4) και τριιωδοθυρονίνης (Τ3). Οι αιτίες του υποθυρεοειδισμού περιλαμβάνουν αυτοάνοσες παθήσεις όπως η θυρεοειδίτιδα Hashimoto, η έλλειψη ιωδίου, η λήψη ορισμένων φαρμάκων και η υποβολή του ασθενούς σε προηγούμενη χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα. Τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού περιλαμβάνουν κόπωση, αύξηση βάρους, ξηροδερμία, δυσανεξία στο κρύο, κατάθλιψη, τριχόπτωση, κόπωση, αλλαγές στην έμμηνο ρύση, αδυναμία, μειωμένη αντοχή, αρθρίτιδες, διαταραχές στην μνήμη, διαταραχές γονιμότητας και υπνηλία. Η διάγνωση συνήθως περιλαμβάνει εξετάσεις αίματος για τη μέτρηση των επιπέδων θυρεοειδικών ορμονών και των επιπέδων της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH). Η θεραπευτική προσέγγιση συνήθως περιλαμβάνει θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης με συνθετικές θυρεοειδικές ορμόνες.

Υπερθυρεοειδισμός

Ο υπερθυρεοειδισμός εκδηλώνεται με την έκκριση υπερβολικών ποσοτήτων θυρεοειδικών ορμονών από το θυρεοειδή αδένα, και συνιστά μια από τις πιο κοινές παθήσεις του θυρεοειδούς. Η νόσος του Graves, μια αυτοάνοση διαταραχή, είναι η πιο κοινή αιτία υπερθυρεοειδισμού. Άλλες πιθανές αιτίες περιλαμβάνουν την ύπαρξη οζιδίων του θυρεοειδούς και τη λήψη ορισμένων φαρμάκων. Ο υπερθυρεοειδισμός εκδηλώνεται με συμπτώματα όπως απώλεια βάρους, αυξημένη όρεξη, ταχυπαλμίες, άγχος και δυσανεξία στη ζέστη. Η διάγνωση συχνά περιλαμβάνει εξετάσεις αίματος για τη μέτρηση των επιπέδων της θυρεοειδικής ορμόνης και των επιπέδων TSH, μαζί με πρόσθετες απεικονιστικές εξετάσεις. Οι διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν τη χορήγηση αντιθυρεοειδικών φαρμάκων, τη θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο και σε προχωρημένες περιπτώσεις τη χειρουργική αφαίρεση τμήματος ή ολόκληρου του θυρεοειδούς αδένα.

Παθήσεις θυρεοειδούς αδένα: Νόσος του Graves

Η νόσος του Graves, επίσης γνωστή ως τοξική διάχυτη βρογχοκήλη, είναι μια αυτοάνοση διαταραχή που επηρεάζει κυρίως τον θυρεοειδή αδένα, με αποτέλεσμα τον υπερθυρεοειδισμό. Είναι η πιο συχνή αιτία υπερθυρεοειδισμού, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 60-80% των περιπτώσεων. Η ακριβής αιτία της νόσου του Graves δεν είναι πλήρως κατανοητή. Ωστόσο, πιστεύεται ότι προκύπτει από έναν συνδυασμό γενετικών, περιβαλλοντικών και ανοσολογικών παραγόντων. Είναι γνωστό ότι το ανοσοποιητικό σύστημα παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της νόσου. Στη νόσο του Graves, το ανοσοποιητικό σύστημα παράγει αντισώματα που ονομάζονται θυρεοειδοτρόπος ανοσοσφαιρίνες (TSI) που μιμούνται τη δράση της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH). Αυτά τα αντισώματα συνδέονται με τους υποδοχείς TSH του θυρεοειδούς αδένα, οδηγώντας στην υπερπαραγωγή θυρεοειδικών ορμονών (Τ3 και Τ4). Αυτή η υπερβολική παραγωγή ορμονών οδηγεί σε υπερθυρεοειδισμό και τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της νόσου του Graves.

Τα συμπτώματα της νόσου του Graves οφείλονται κυρίως στα υπερβολικά επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών στο σώμα. Αυτά τα συμπτώματα διαφέρουν από άτομο σε άτομο και μπορεί να περιλαμβάνουν υπερκινητικότητα και ανησυχία, ταχυκαρδία και αίσθημα παλμών, τρέμουλο στα χέρια, αυξημένη ευαισθησία στη ζέστη και υπερβολική εφίδρωση, απώλεια βάρους παρά την αυξημένη όρεξη, κόπωση και μυϊκή αδυναμία, άγχος, ευερεθιστότητα και εναλλαγές της διάθεσης, αϋπνίες, αλλαγές στον εμμηνορροϊκό κύκλο και προβλήματα γονιμότητας στις γυναίκες, διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα (βρογχοκήλη), διόγκωση των οφθαλμών λόγω οιδήματος και φλεγμονής πίσω από τα μάτια (οφθαλμοπάθεια Graves) και πάχυνση του δέρματος στην κνήμη ή στην κορυφή των ποδιών (δερματοπάθεια Graves). Η διάγνωση της νόσου του Graves περιλαμβάνει έναν συνδυασμό κλινικής αξιολόγησης, φυσικής εξέτασης και εργαστηριακών εξετάσεων. Η διαχείριση της νόσου στοχεύει στον έλεγχο του υπερδραστήριου θυρεοειδούς αδένα και στην ανακούφιση των συμπτωμάτων. Οι επιλογές θεραπείας περιλαμβάνουν τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, τη θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο και σε προχωρημένες περιπτώσεις τη χειρουργική αφαίρεση τμήματος ή ολόκληρου του θυρεοειδούς αδένα.

Θυρεοειδίτιδα Hashimoto

Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto, επίσης γνωστή ως χρόνια λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα, είναι μια αυτοάνοση διαταραχή που επηρεάζει τον θυρεοειδή αδένα. Η πάθηση αυτή είναι η πιο κοινή αιτία υποθυρεοειδισμού, δηλαδή αδυναμίας του αδένα να παράξει επαρκή ποσότητα θυρεοειδικών ορμονών. Στη θυρεοειδίτιδα Hashimoto, το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται κατά λάθος στον θυρεοειδή αδένα, οδηγώντας σε φλεγμονή και βλάβη. Η ακριβής αιτία της αυτοάνοσης απόκρισης δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητή, αλλά γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες πιστεύεται ότι διαδραματίζουν ρόλο. Η πάθηση είναι πιο διαδεδομένη στις γυναίκες και συχνά αναπτύσσεται στη μέση ηλικία. Τα συμπτώματα της θυρεοειδίτιδας Hashimoto ποικίλλουν και μπορεί να περιλαμβάνουν κόπωση, αύξηση βάρους, δυσανεξία στο κρύο, μυϊκή αδυναμία, κατάθλιψη και δυσκοιλιότητα. Ο θυρεοειδής αδένας μπορεί να διογκωθεί, με αποτέλεσμα την εμφάνιση βρογχοκήλης. Η διάγνωση της θυρεοειδίτιδας Hashimoto περιλαμβάνει εξετάσεις αίματος για τη μέτρηση των επιπέδων θυρεοειδικών ορμονών και αντισωμάτων ειδικά για την πάθηση, όπως αντισώματα θυρεοειδικής υπεροξειδάσης (TPOAb) και αντισώματα θυρεοσφαιρίνης (TgAb). Μπορεί επίσης να γίνει υπερηχογράφημα για την αξιολόγηση του μεγέθους και της δομής του θυρεοειδούς αδένα. Η θεραπεία της πάθησης επικεντρώνεται κυρίως στη διαχείριση του υποθυρεοειδισμού που προκύπτει. Αυτό συνήθως περιλαμβάνει θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης με συνθετικές ορμόνες του θυρεοειδούς. Η τακτική παρακολούθηση των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί η σωστή προσαρμογή της δοσολογίας.

Όζοι θυρεοειδούς

Οι όζοι του θυρεοειδούς αποτελούν μια από τις πιο κοινές παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα. Αποτελούν μη φυσιολογικές αναπτύξεις που εμφανίζονται εντός του θυρεοειδούς αδένα. Ενώ οι περισσότεροι όζοι είναι καλοήθεις, μερικοί ενδέχεται να είναι καρκινικοί. Οι παράγοντες κινδύνου για τους όζους του θυρεοειδούς περιλαμβάνουν το γυναικείο φύλο, την ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό και την έκθεση σε ακτινοβολία. Οι περισσότεροι όζοι του θυρεοειδούς είναι ασυμπτωματικοί, αλλά εάν αυξηθούν σε μέγεθος μπορεί να προκαλέσουν δυσκολία στην κατάποση, βραχνάδα και πόνο στον αυχένα. Η διάγνωση περιλαμβάνει φυσική εξέταση, απεικονιστικές εξετάσεις και βιοψία με λεπτή βελόνα για να προσδιοριστεί εάν ο όζος είναι καλοήθης ή κακοήθης. Η θεραπεία ποικίλλει ανάλογα με τη φύση του όζου και μπορεί να περιλαμβάνει απλή παρακολούθηση, φαρμακευτική αγωγή ή χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα.

Παθήσεις θυρεοειδούς: Καρκίνος θυρεοειδούς

Στις πιο απειλητικές για την υγεία παθήσεις θυρεοειδούς εντάσσεται η ανάπτυξη κακοήθειας, δηλαδή καρκίνου του θυρεοειδούς. Ο καρκίνος του θυρεοειδούς εμφανίζεται όταν μη φυσιολογικά κύτταρα στον θυρεοειδή αδένα αρχίζουν να αναπτύσσονται και να πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, σχηματίζοντας έναν όγκο. Υπάρχουν διάφοροι τύποι καρκίνου του θυρεοειδούς, συμπεριλαμβανομένου του θηλώδους καρκινώματος του θυρεοειδούς, του θυλακιώδους καρκινώματος του θυρεοειδούς, του μυελικού καρκινώματος του θυρεοειδούς και του αναπλαστικού καρκινώματος του θυρεοειδούς. Το θηλώδες καρκίνωμα του θυρεοειδούς είναι το πιο κοινό και συνήθως έχει ευνοϊκή πρόγνωση, ενώ το αναπλαστικό καρκίνωμα του θυρεοειδούς είναι το πιο επιθετικό και δύσκολο να αντιμετωπιστεί επιτυχώς. Οι ακριβείς αιτίες του καρκίνου του θυρεοειδούς δεν είναι καλά κατανοητές, αλλά έχουν εντοπιστεί ορισμένοι παράγοντες κινδύνου. Αυτοί περιλαμβάνουν την ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού καρκίνου του θυρεοειδούς, την έκθεση σε ακτινοβολία, ιδιαίτερα κατά την παιδική ηλικία, και ορισμένες γενετικές καταστάσεις όπως ο το μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς και η οικογενής αδενωματώδης πολυποδίαση.

Στα αρχικά στάδια, ο καρκίνος του θυρεοειδούς μπορεί να μην προκαλεί αισθητά συμπτώματα. Καθώς ο όγκος αναπτύσσεται σε μέγεθος, οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν ένα εξόγκωμα ή οίδημα στο λαιμό, βραχνάδα ή αλλαγές φωνής, δυσκολία στην κατάποση, πόνο στον αυχένα και διόγκωση των λεμφαδένων. Η διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς συνήθως περιλαμβάνει έναν συνδυασμό φυσικής εξέτασης, απεικονιστικών εξετάσεων όπως υπερηχογράφημα και βιοψίας για την επιβεβαίωση της ύπαρξης καρκίνου. Οι επιλογές θεραπείας για τον καρκίνο του θυρεοειδούς εξαρτώνται από τον τύπο και το στάδιο της νόσου, αλλά μπορεί να περιλαμβάνουν χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα (θυρεοειδεκτομή), θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο, θεραπεία με εξωτερική ακτινοβολία και στοχευμένη φαρμακευτική θεραπεία.

Παθήσεις επινεφριδίων: Ανεπάρκεια επινεφριδίων 

Η ανεπάρκεια των επινεφριδίων εμφανίζεται όταν τα επινεφρίδια δεν παράγουν επαρκείς ποσότητες κορτιζόλης, της κύριας ορμόνης του στρες, και μερικές φορές αλδοστερόνης, μιας ορμόνης που ρυθμίζει την ισορροπία νατρίου και νερού. Οι δύο κύριοι τύποι επινεφριδιακής ανεπάρκειας είναι η πρωτοπαθής επινεφριδιακή ανεπάρκεια (νόσος του Addison) και η δευτεροπαθής επινεφριδιακή ανεπάρκεια, που προκαλείται από δυσλειτουργία της υπόφυσης ή του υποθαλάμου. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν κόπωση, απώλεια βάρους, μυϊκή αδυναμία, χαμηλή αρτηριακή πίεση και λαχτάρα για αλάτι. Η διάγνωση περιλαμβάνει εξετάσεις αίματος για τη μέτρηση των επιπέδων κορτιζόλης και αλδοστερόνης, καθώς και τεστ διέγερσης. Η θεραπεία συνήθως συνίσταται σε θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης με κορτικοστεροειδή.

Aδενώματα επινεφριδίων

Τα αδενώματα επινεφριδίων είναι καλοήθεις όγκοι που μπορούν να αναπτυχθούν στα επινεφρίδια. Ενώ τα περισσότερα αδενώματα είναι μη λειτουργικά και δεν παράγουν ορμόνες, μερικά μπορεί να προκαλέσουν ορμονικές ανισορροπίες. Τα λειτουργικά αδενώματα μπορούν να παράγουν υπερβολικές ποσότητες ορμονών όπως αλδοστερόνη (προκαλώντας πρωτοπαθή αλδοστερονισμό ή σύνδρομο Conn), κορτιζόλη (προκαλώντας το σύνδρομο Cushing) ή ανδρογόνα των επινεφριδίων (προκαλώντας σύνδρομα περίσσειας ανδρογόνων). Η διάγνωση των αδενωμάτων των επινεφριδίων περιλαμβάνει έναν συνδυασμό απεικονιστικών εξετάσεων, όπως αξονική τομογραφία (CT) ή μαγνητική τομογραφία (MRI) και ορμονικό έλεγχο για να προσδιοριστεί εάν ο όγκος είναι λειτουργικός ή μη. 

Οι θεραπευτικές επιλογές για τα αδενώματα των επινεφριδίων εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του μεγέθους του όγκου, εάν είναι λειτουργικός ή μη λειτουργικός και της παρουσίας συμπτωμάτων ή ορμονικών ανισορροπιών. Μικρά μη λειτουργικά αδενώματα που δεν προκαλούν συμπτώματα ή ορμονικές διαταραχές μπορούν συχνά να παρακολουθούνται με τακτικές απεικονιστικές μελέτες για να διασφαλιστεί ότι δεν αναπτύσσονται ή γίνονται λειτουργικά με την πάροδο του χρόνου. Ορισμένα αδενώματα μπορεί να χρειαστούν χειρουργική αφαίρεση. Η χειρουργική επέμβαση ενδείκνυται γενικά σε περιπτώσεις όπου εντοπίζονται λειτουργικά αδενώματα τα οποία προκαλούν σημαντικές ορμονικές ανισορροπίες, μεγάλα αδενώματα ή εάν υπάρχει υποψία κακοήθειας. Η επέμβαση πραγματοποιείται με ελάχιστα επεμβατικές λαπαροσκοπικές, με αποτέλεσμα συντομότερη παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο και ταχύτερη ανάρρωση.

Σύνδρομο Cushing

Το σύνδρομο Cushing προκύπτει από παρατεταμένη έκθεση σε υψηλά επίπεδα κορτιζόλης, είτε λόγω υπερβολικής παραγωγής της από τα επινεφρίδια είτε λόγω υπερβολικής χορήγησης κορτικοστεροειδών φαρμάκων. Τα αίτια του συνδρόμου Cushing περιλαμβάνουν την εξωγενή χορήγηση κορτιζόλης, την ύπαρξη κάποιου όγκου (αδενώματος) υπόφυσης ή αδενώματος επινεφριδίων. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν αύξηση βάρους, πανσεληνοειδές πρόσωπο, συσσώρευση λίπους στη βάση του αυχένα, υψηλή αρτηριακή πίεση, ακμή, δασυτριχισμό, κατάθλιψη, μυϊκή αδυναμία, δυσκολία στην επούλωση των πληγών και ευκολία σχηματισμού εκχυμώσεων. Η διάγνωση περιλαμβάνει τη μέτρηση των επιπέδων κορτιζόλης και τη διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων για τον εντοπισμό της υποκείμενης αιτίας. Η θεραπεία συνήθως περιλαμβάνει χειρουργική αφαίρεση όγκων στην υπόφυση ή τα επινεφρίδια εφόσον υπάρχουν, χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής ή ακτινοθεραπεία.

Φαιοχρωμοκύττωμα

Το φαιοχρωμοκύττωμα είναι ένας σπάνιος όγκος των επινεφριδίων που παράγει υπερβολικές ποσότητες κατεχολαμινών (αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη), προκαλώντας επεισοδιακή υψηλή αρτηριακή πίεση και άλλα συμπτώματα όπως έντονους πονοκεφάλους, εφίδρωση, αίσθημα παλμών και άγχος. Η διάγνωση περιλαμβάνει τη μέτρηση των επιπέδων των κατεχολαμινών και τη διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων. Η θεραπεία περιλαμβάνει χειρουργική αφαίρεση του όγκου από γενικό χειρουργό, ενώ συνήθως ενδείκνυται η αφαίρεση ολόκληρου του επινεφριδίου στο οποίο εντοπίζεται ο όγκος.