Παθήσεις Χοληφόρων
Παθήσεις Χοληφόρων: Χολολιθίαση
Μία από τις αρκετά συχνές παθήσεις χοληφόρων είναι η χολολιθίαση, ή αλλιώς η παρουσία λίθων στη χολή και χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό συμπαγών, κρυσταλλικών εναποθέσεων διαφόρων μεγεθών στο εσωτερικό της χοληδόχου κύστης. Η χοληδόχος κύστη είναι ένα μικρό όργανο που βρίσκεται κάτω από το ήπαρ, στην οποία αποθηκεύεται η χολή. Η χολή παράγεται στο ήπαρ και συνδράμει στην πέψη των τροφών. Εάν αναπτυχθεί ένας χολόλιθος, μπορεί να προκαλέσει δυσάρεστα συμπτώματα, με αποτέλεσμα να δυσκολεύει σημαντικά η καθημερινότητα του ασθενούς.
Οι χολόλιθοι μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κύριους τύπους με βάση τη σύνθεσή τους. Ο πιο κοινός τύπος χολόλιθων είναι αυτοί που αποτελούνται κυρίως από χοληστερόλη. Ένας άλλος τύπος είναι ο λίθος από χολερυθρίνη και άλατα ασβεστίου. Είναι πιο συχνός σε άτομα με παθήσεις όπως η αιμόλυση ή η κίρρωση. Τέλος, υπάρχουν και οι μικτοί χολόλιθοι, οι οποίοι περιέχουν έναν συνδυασμό χοληστερόλης, χολερυθρίνης και άλλων ουσιών.
Ο σχηματισμός χολόλιθων είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, βασικός εκ των οποίων είναι η υπερβολική παραγωγή χοληστερόλης. Ο πιο κοινός τύπος χολόλιθων είναι οι λίθοι που αποτελούνται από χοληστερόλης, οι οποίοι σχηματίζονται όταν υπάρχει ανισορροπία στη σύνθεση της χολής, οδηγώντας σε υπερβολική παραγωγή χοληστερόλης. Παράλληλα, οι αργές ή ανεπαρκείς συσπάσεις της χοληδόχου κύστης μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση χολής μέσα στη χοληδόχο κύστη, προάγοντας το σχηματισμό λίθων.
Διάφοροι παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης χολόλιθων, ένας εκ των βασικών είναι το γυναικείο φύλο. Οι γυναίκες, ειδικά κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης ή της εμμηνόπαυσης, διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο εξαιτίας της αυξημένης παραγωγής ορμονών. Ωστόσο, η χολολιθίαση προκύπτει πιο συχνά σε άτομα προχωρημένης ηλικίας ή αυξημένου σωματικού βάρους. Μια διατροφή πλούσια σε κορεσμένα λιπαρά και φτωχή σε φυτικές ίνες μπορεί επίσης να πυροδοτήσει τη χολολιθίαση. Τέλος, η ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού χολόλιθων μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα εμφάνισής τους.
Τα συμπτώματα της χολολιθίασης ποικίλλουν σημαντικά από ασθενή σε ασθενή. Πολλά άτομα με χολόλιθους παραμένουν ασυμπτωματικά και ανακαλύπτονται μόνο τυχαία κατά τη διάρκεια απεικονιστικών εξετάσεων που διεξάγονται για άλλο λόγο. Εάν ωστόσο εμφανιστούν συμπτώματα, αυτά περιλαμβάνουν την εκδήλωση έντονου πόνου στη δεξιά άνω κοιλιακή χώρα, που ονομάζεται κωλικός χοληφόρων. Η πάθηση επίσης μπορεί να προκαλέσει είτε οξεία φλεγμονή της χοληδόχου κύστης, δηλαδή οξεία χολοκυστίτιδα, είτε χρόνια φλεγμονή (χρόνια χολοκυστίτιδα). Σε αυτή την περίπτωση εκδηλώνονται συμπτώματα όπως πυρετός, επίμονος πόνος και άλλα σημάδια φλεγμονής. Μάλιστα, η χολολιθίαση μπορεί να οδηγήσει σε πιο σοβαρές καταστάσεις όπως παγκρεατίτιδα, χοληδοχολιθίαση ή ειλεό εκ χολόλιθου.
Οι επιλογές θεραπείας για την αντιμετώπιση της χολολιθίασης εξαρτώνται από το μέγεθος και τη σύσταση των λίθων αλλά και την παρουσία συμπτωμάτων. Οι χολόλιθοι που δεν προκαλούν συμπτώματα μπορεί να μην απαιτούν θεραπεία, αλλά αναμονή και στενή παρακολούθηση. Ωστόσο, οι πέτρες στη χοληδόχο κύστη που προκαλούν συμπτώματα είθισται να αντιμετωπίζονται χειρουργικά. Η επέμβαση περιλαμβάνει τη χειρουργική αφαίρεση της χοληδόχου κύστης και ονομάζεται χολοκυστεκτομή. Μάλιστα, η λαπαροσκοπική χειρουργική έχει βρει εφαρμογή και στην αντιμετώπιση της χολολιθίασης, μέσα από τη λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή προσφέρει σημαντικά οφέλη, καθώς μειώνει σε εντυπωσιακό βαθμό το χρόνο ανάρρωσης και τη μετεγχειρητική δυσφορία του ασθενούς.
Παθήσεις Χοληφόρων: Κακοήθη μορφώματα χοληφόρων
Το χολαγγειοκαρκίνωμα αποτελεί μια από τις κακοηθείς παθήσεις χοληφόρων που προκύπτει από τα επιθηλιακά κύτταρα που επενδύουν τους χοληφόρους πόρους, οι οποίοι μεταφέρουν τη χολή από το ήπαρ στο λεπτό έντερο. Η κακοήθεια αυτή μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε σημείο κατά μήκος του δικτύου των χοληφόρων. Το δίκτυο των χοληφόρων αποτελείται από τα ενδοηπατικά και τα εξωηπατικά χοληφόρα, συνεπώς και το χολαγγειοκαρκίνωμα ταξινομείται με βάση την ανατομική του θέση σε ενδοηπατικό και εξωηπατικό.
Η κακοήθεια αυτή συχνά εμφανίζεται αργά στην πορεία της, οδηγώντας σε κακή πρόγνωση. Τα πιο κοινά συμπτώματα περιλαμβάνουν ίκτερο λόγω της απόφραξης των χοληφόρων από τον όγκο, κοιλιακό άλγος, απώλεια βάρους και τέλος μόλυνση των χοληφόρων πόρων, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε επαναλαμβανόμενα επεισόδια χολαγγειίτιδας.
Η διάγνωση του χολαγγειοκαρκινώματος περιλαμβάνει έναν συνδυασμό βιοχημικών, απεικονιστικών και ιστοπαθολογικών εξετάσεων. Ως προς τις απεικονιστικές εξετάσεις, μπορεί να πραγματοποιηθεί αξονική τομογραφία, η μαγνητική τομογραφία και μαγνητική χολαγγειοπαγκρεατογραφία (MRCP). Η επιβεβαίωση της κακοήθειας απαιτεί βιοψία του όγκου ή τυχόν ύποπτου ιστού, που συχνά λαμβάνεται μέσω ενδοσκοπικών τεχνικών. Μπορεί να πραγματοποιηθεί επίσης και PET CT προκειμένου να σταδιοποιηθεί η νόσος.
Αυτή η νόσος απαιτεί κυρίως χειρουργική επέμβαση από γενικό χειρουργό είτε ηπατεκτομής με ανακατασκευή του δικτύου των χοληφόρων είτε παγκρεατικοδωδεκαδακτυλεκτομή (επέμβαση Whipple’s), με την τελευταία να εφαρμόζεται εάν το χολαγγειοκαρκίνωμα εντοπίζεται πιο κάτω. Επιπλέον, υπάρχουν επιλογές για παρηγορητικές χειρουργικές επεμβάσεις ή για τοποθέτηση διαδερμικών διηπατικών καθετήρων ή ενδοπροθέσεων (stent) με την εφαρμογή της ενδοσκοπικής μεθόδου ERCP (ενδοσκοπική παλίνδρομη χολαγγειοπαγκρεατογραφία) ώστε να υποχωρήσει ο ίκτερος σε ασθενείς που δεν είναι κατάλληλοι υποψήφιοι για χειρουργική επέμβαση.
Το αδενοκαρκίνωμα της χοληδόχου κύστης είναι ένας κακοήθης όγκος που προέρχεται από τα αδενικά κύτταρα που επενδύουν τη χοληδόχο κύστη. Αντιπροσωπεύει το πιο συχνό σε εμφάνιση νόσημα του δικτύου των χοληφόρων. Συνδέεται συχνά με μακροχρόνια φλεγμονή της χοληδόχου κύστης, ιδιαίτερα με την πορσελανοειδή χοληδόχο κύστη. Αν και ευθύνεται για ένα μικρό ποσοστό καρκίνων του γαστρεντερικού, παρουσιάζει ένα τρομερό κλινικό πρόβλημα λόγω της καθυστερημένης διάγνωσης και των περιορισμένων θεραπευτικών επιλογών.
Συνήθως το αδενοκαρκίνωμα της χοληδόχου κύστης διαγιγνώσκεται κατά τη διάρκεια κάποιας χειρουργικής επέμβασης όπως η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή ή μέσω ιστολογικής εξέτασης των κυττάρων που επενδύουν τη χοληδόχο κύστη ασθενών που υποβλήθηκαν σε χειρουργείο εξαιτίας της ύπαρξης χολολιθίασης που προκαλούσε συμπτώματα.
Σε αυτήν την περίπτωση, είναι αναγκαία η πλήρης σταδιοποίηση της νόσου, η οποία γίνεται μέσω αξονικής και μαγνητικής τομογραφίας, ενώ ορισμένες φορές μπορεί να χρειαστεί και PET CT. Η αντιμετώπιση της νόσου, συνήθως, απαιτεί χειρουργική επέμβαση. Ο τύπος του χειρουργείου βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η νόσος. Η χειρουργική αφαίρεση της χοληδόχου κύστης (χολοκυστεκτομή) είναι η κύρια θεραπευτική επιλογή, αλλά είναι εφικτή μόνο σε πρώιμο στάδιο της νόσου. Άλλες χειρουργικές επιλογές σε πιο προχωρημένα στάδια της νόσου είναι η ριζική χολοκυστεκτομή και η ημιηπατεκτομή. Σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί να απαιτηθεί συνδυαστική μετεγχειρητική χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία, οι οποίες αποσκοπούν στη βελτίωση της πρόγνωσης.