Παθήσεις Εντέρου (Λεπτού & Παχέος)
Το παχύ και το λεπτό έντερο είναι αναπόσπαστα μέρη του πεπτικού συστήματος, διαδραματίζοντας το καθένα κρίσιμου ρόλου στην απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών, την επαναρρόφηση του νερού και την απομάκρυνση των αποβλήτων. Αν και επιτελούν πλήθος λειτουργιών, δυστυχώς είναι ευαίσθητα σε μια σειρά από παθήσεις. Οι παθήσεις εντέρου κυμαίνονται από ανώδυνες έως απειλητικές για την υγεία του ασθενούς αν διαγνωστούν αργά ή αφεθούν χωρίς θεραπεία.
Παθήσεις λεπτού εντέρου
Το λεπτό έντερο έχει μήκος 6- 6,5 μέτρα και είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο μέρος της πέψης των τροφών και την απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών. Εντοπίζεται αμέσως μετά το στομάχι και σταματά στο σημείο όπου εντοπίζεται η βαλβίδα του παχέος εντέρου. Η εκτεταμένη επιφάνεια του, η επένδυση του βλεννογόνου και οι περίπλοκες κυτταρικές διεργασίες το καθιστούν ευαίσθητο σε διάφορες παθήσεις εντέρου. Στις παθήσεις του λεπτού εντέρου συγκαταλέγονται η κοιλιοκάκη, η νόσος του Crohn, η ψευδομεμβρανώδης εντεροκολίτιδα, η νόσος του Whipple, το σύνδρομο του βραχέος εντέρου και τα κακοήθη νεοπλάσματα του λεπτού εντέρου.
Κοιλιοκάκη
Η κοιλιοκάκη είναι μια αυτοάνοση διαταραχή που προκαλείται από την κατάποση τροφών που περιέχουν γλουτένη σε άτομα με γενετική προδιάθεση. Αυτή η κατάσταση οδηγεί σε φλεγμονή της επένδυσης του λεπτού εντέρου, που οδηγεί σε δυσαπορρόφηση βασικών θρεπτικών συστατικών. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν διάρροια, κοιλιακό άλγος, απώλεια βάρους και διατροφικές ελλείψεις. Η διάγνωση βασίζεται σε ορολογικό έλεγχο και επιβεβαίωση μέσω βιοψίας λεπτού εντέρου. Ο βασικός άξονας της θεραπείας είναι μια αυστηρή δίαιτα χωρίς γλουτένη.
Νόσος του Crohn
Η νόσος του Crohn συνιστά μια χρόνια φλεγμονώδη νόσο του εντέρου. Η σύνθετη και πολυπαραγοντική αυτή πάθηση χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη φλεγμονής και το σχηματισμό βλάβης στην εντερική επένδυση, η οποία μπορεί να εμφανιστεί οπουδήποτε αλλά εντοπίζεται πιο συχνά στο λεπτό έντερο. Η ακριβής αιτία της νόσου του Crohn παραμένει ασαφής, αλλά πιστεύεται ότι προκύπτει από έναν συνδυασμό γενετικών, περιβαλλοντικών και ανοσολογικών παραγόντων. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της νόσου του Crohn είναι η χρόνια και υποτροπιάζουσα φύση της, με συμπτώματα που μπορεί να περιλαμβάνουν κοιλιακό άλγος, συνεχή ή επεισοδιακή διάρροια, απώλεια βάρους και κόπωση. Η διάγνωση συνήθως περιλαμβάνει ενδοσκοπική εξέταση, απεικονιστικές εξετάσεις και βιοψία. Πρόκειται για χρόνια πάθηση που δεν μπορεί να θεραπευτεί πλήρως, ωστόσο με την κατάλληλη διαχείριση τα συμπτώματα μπορούν να τεθούν σε ύφεση για αρκετό καιρό. Οι στρατηγικές διαχείρισης στοχεύουν στον έλεγχο της φλεγμονής, στην ανακούφιση των συμπτωμάτων και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς, συχνά μέσω ενός συνδυασμού φαρμάκων, διατροφικών τροποποιήσεων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, χειρουργικής επέμβασης.
Ψευδομεμβρανώδης εντεροκολίτιδα
Η ψευδομεμβρανώδης εντεροκολίτιδα συνιστά βακτηριακή λοίμωξη στο βλεννογόνου του λεπτού ή του παχέος εντέρου ή και των δυο. Αυτή η πάθηση εμφανίζεται συνήθως στο πλαίσιο της αντιβιοτικής θεραπείας, η οποία διαταράσσει τη φυσιολογική μικροχλωρίδα του εντέρου και επιτρέπει στο C. difficile να ανθίσει και να παράγει τοξίνες. Αυτές οι τοξίνες οδηγούν σε φλεγμονή και σχηματισμό ψευδομεμβρανών στο βλεννογόνο του λεπτού ή του παχέος εντέρου, με αποτέλεσμα συμπτώματα όπως διάρροια, κοιλιακό άλγος και, σε σοβαρές περιπτώσεις, απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές. Η διάγνωση περιλαμβάνει την ανίχνευση τοξινών C. difficile σε δείγματα κοπράνων. Οι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν τη διακοπή των αντιβιοτικών που προκάλεσαν την πάθηση με ταυτόχρονη χορήγηση διαφορετικής αντιβιοτικής θεραπείας για τη στόχευση του C. difficile.
Νόσος του Whipple
Η νόσος του Whipple είναι μια σπάνια και συστηματική μολυσματική πάθηση που προκαλείται από το βακτήριο Tropheryma whipplei. Αυτή η ασθένεια επηρεάζει κατά βάση το λεπτό έντερο, οδηγώντας σε δυσαπορρόφηση θρεπτικών συστατικών και μια σειρά συστηματικών συμπτωμάτων. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν διάρροια, κοιλιακό άλγος, απώλεια βάρους, πόνο στις αρθρώσεις και νευρολογικά προβλήματα. Η διάγνωση της νόσου του Whipple συχνά περιλαμβάνει έναν συνδυασμό κλινικής αξιολόγησης, ενδοσκόπησης, ιστοπαθολογικής εξέτασης και μοριακού ελέγχου για την ανίχνευση του DNA του T. whipplei. Η έγκαιρη διάγνωση και η κατάλληλη αντιβιοτική θεραπεία είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική διαχείριση της νόσου και την πρόληψη σοβαρών επιπλοκών.
Σύνδρομο βραχέος εντέρου
Το σύνδρομο βραχέος εντέρου είναι μια από τις σύνθετες παθήσεις εντέρου που χαρακτηρίζεται από σημαντική μείωση του λειτουργικού μήκους του λεπτού εντέρου. Η μείωση αυτή συχνά προκύπτει από χειρουργική εκτομή, συγγενείς ανωμαλίες ή ασθένειες όπως η νόσος του Crohn. Αυτή η κατάσταση οδηγεί σε μειωμένη απορρόφηση θρεπτικών συστατικών, ανισορροπία υγρών και διαταραχές ηλεκτρολυτών. Η πάθηση προκαλεί συμπτώματα όπως διάρροια, υποσιτισμό και απώλεια βάρους. Οι στρατηγικές διαχείρισης για το σύνδρομο συχνά επικεντρώνονται στη βελτιστοποίηση της απορρόφησης θρεπτικών συστατικών μέσω διαιτητικών τροποποιήσεων και φαρμάκων για τον έλεγχο των συμπτωμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ένας γενικός χειρουργός μπορεί να προβεί σε χειρουργική επέμβαση για τη βελτίωση της συνολικής υγείας και της ποιότητας ζωής του ασθενούς.
Όγκοι λεπτού εντέρου
Οι όγκοι του λεπτού εντέρου αποτελούν σπάνιο μόρφωμα, και μπορεί να είναι είτε καλοήθεις, είτε καρκινικοί. Η πλειοψηφία των όγκων του λεπτού εντέρου είναι καλοήθεις, και διακρίνονται σε αδενωματώδεις πολύποδες, θηλώδη αδενώματα, λιπώματα και λειομυώματα. Οι αδενωματώδεις πολύποδες ωστόσο χρειάζονται προσοχή και τακτική παρακολούθηση καθώς ενέχουν τον κίνδυνο κακοήθους εξαλλαγής με την πάροδο του χρόνου. Οι καλοήθεις όγκοι του λεπτού εντέρου αντιμετωπίζονται σε ορισμένες περιπτώσεις με χειρουργική εκτομή, ιδίως σε περίπτωση που δημιουργούν αποφρακτικά φαινόμενα. Οι πιο κοινοί κακοήθεις όγκοι είναι τα αδενοκαρκινώματα, οι καρκινοειδείς όγκοι, τα λεμφώματα και τα σαρκώματα. Η θεραπεία για τους κακοήθεις όγκους του λεπτού εντέρου μπορεί να περιλαμβάνει χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του τμήματος του εντέρου στο οποίο εντοπίζεται ο όγκος, χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία.
Παθήσεις παχέος εντέρου
Το παχύ έντερο συνιστά ζωτικό όργανο του πεπτικού συστήματος, καθώς διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην απορρόφηση νερού, ηλεκτρολυτών και θρεπτικών συστατικών, καθώς και στην απομάκρυνση των αποβλήτων. Είναι ευαίσθητο σε ένα ευρύ φάσμα παθήσεων, μερικές από τις οποίες είναι καλοήθεις και αντιμετωπίσιμες, ενώ άλλες είναι κακοήθεις και απειλητικές για τη ζωή. Οι παθήσεις του παχέος εντέρου είναι ποικίλες και συχνά προκαλούν έντονη συμπτωματολογία, γεγονός που καθιστά απαραίτητη την έγκαιρη παρέμβαση, διαχείριση και θεραπεία.
Ελκώδης κολίτιδα
Η ελκώδης κολίτιδα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος του εντέρου που προσβάλλει κυρίως το παχύ έντερο και το ορθό. Χαρακτηρίζεται από φλεγμονή και σχηματισμό ελκών στην εσωτερική επένδυση του παχέος εντέρου, που οδηγεί σε συμπτώματα όπως διάρροια, κοιλιακό άλγος, αιμορραγία από το ορθό και απώλεια βάρους. Η ακριβής αιτία της ελκώδους κολίτιδας παραμένει ασαφής, καθώς συνιστά κατά βάση αυτοάνοση νόσο. Η θεραπεία στοχεύει στην ύφεση της νόσου και διατήρησή της για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, συνήθως μέσω διατροφικών τροποποιήσεων και φαρμάκων που καταστέλλουν την ανοσολογική απόκριση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χειρουργική επέμβαση, όπως η αφαίρεση του πάσχοντος τμήματος του παχέος εντέρου, μπορεί να είναι απαραίτητη για τη διαχείριση τυχόν επιπλοκών ή ανυποχώρητων συμπτωμάτων. Η ελκώδης κολίτιδα είναι μια δια βίου πάθηση που απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και προσαρμογή της θεραπευτικής προσέγγισης για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς και την πρόληψη επιπλοκών.
Άλλες μορφές κολίτιδας
Η κολίτιδα συνιστά ιατρικό όρο που υποδηλώνει φλεγμονή του παχέος εντέρου. Μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, καθεμία με ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Εκτός από την ελκώδη κολίτιδα, υφίσταται η μετακτινική κολίτιδα, η οποία εκδηλώνεται ως απόρροια της επιβλαβούς επίδρασης της ακτινοβολίας στο έντερο, αλλά και η ισχαιμική κολίτιδα. Η ισχαιμική κολίτιδα προκύπτει από τη μειωμένη παροχή αίματος στο παχύ έντερο, που οδηγεί σε εντοπισμένη φλεγμονή. Η πάθηση εκδηλώνεται απότομα με ήπιο κολικοειδή κοιλιακό πόνο που συνοδεύονται από επεισόδια διάρροιας με παρουσία αίματος. Η θεραπεία σε παροδική ή οξεία μορφή της πάθησης είναι συνήθως συντηρητική, ωστόσο εάν δεν παρουσιαστεί βελτίωση έχει σειρά η χειρουργική αφαίρεση του τμήματος του παχέος εντέρου που παρουσιάζει στένωση. Εάν η ισχαιμική κολίτιδα λάβει γαγγραινώδη μορφή έχει απόλυτη ένδειξη η άμεση χειρουργική αποκατάσταση. Υφίσταται τέλος η αμοιβαδική κολίτιδα, η οποία συνιστά παρασιτικό νόσημα που εμφανίζεται εξαιτίας της κατάποσης πρωτόζωων που πλήττουν το έντερο. Πιο συγκεκριμένα, προκαλείται από την Entamoeba histolytica και μπορεί να είναι είτε οξείας είτε χρόνιας μορφής. Εκδηλώνεται με πόνο στην κοιλιακή χώρα, διάρροια που περιέχει βλέννα ή αίμα, κακουχία και απώλεια όρεξης. Η πάθηση μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές όπως φλεγμονή ή και σχηματισμό ελκών στο παχύ έντερο, νέκρωση ιστών ή και διάτρηση του εντέρου. Αν και η θεραπεία είναι συνήθως συντηρητική, σε περιπτώσεις εμφάνισης επιπλοκών συνιστάται χειρουργική αποκατάσταση.
Bαλαντιδίαση
Η βαλαντιδίαση είναι μια παρασιτική λοίμωξη του παχέος εντέρου που προκαλείται από το βλεφαριδοφόρο πρωτόζωο Balantidium coli. Είναι μια σχετικά σπάνια πάθηση, που απαντάται κυρίως σε περιοχές με κακή υγιεινή και περιορισμένη πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό. Το παράσιτο μεταδίδεται μέσω της κατάποσης μολυσμένης τροφής ή νερού και τυπικά μολύνει το παχύ έντερο, οδηγώντας σε συμπτώματα όπως διάρροια, κοιλιακό άλγος και περιστασιακά δυσεντερία. Σοβαρές περιπτώσεις βαλαντιδίασης μπορεί να οδηγήσουν σε έλκος και βλάβη ιστού στο όργανο. Η διάγνωση τυπικά επιβεβαιώνεται μέσω της ταυτοποίησης της ύπαρξης B. coli σε δείγματα κοπράνων. Η θεραπεία συνήθως περιλαμβάνει αντιβιοτική αγωγή.
Σχιστοσωμίαση
Η σχιστοσωμίαση, προκαλείται από τους μικροοργανισμούς schistosoma mansoni, το schistosoma japonicum και το schistosoma haematobium. Πρόκειται για μια τροπική ασθένεια που επικρατεί σε διάφορα μέρη του κόσμου, ιδιαίτερα σε περιοχές με κακή υγιεινή και αδυναμία πρόσβασης σε καθαρό νερό. Οι μικροοργανισμοί αυτοί διεισδύουν στο δέρμα, μεταναστεύουν μέσω της κυκλοφορίας του αίματος και τελικά εγκαθίστανται στα αιμοφόρα αγγεία γύρω από το έντερο. Η χρόνια λοίμωξη μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος και διάρροια. Η διάγνωση περιλαμβάνει τον εντοπισμό του μικροοργανισμού σε δείγμα κοπράνων. Η θεραπεία συνήθως περιλαμβάνει τη χρήση πραζικουαντέλης, ενός φαρμάκου αποτελεσματικό κατά των παρασίτων του σχιστοσωμάτων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έχει ένδειξη η χειρουργική επέμβαση.
Ακτινομύκωση
Η ακτινομύκωση είναι μια σπάνια, χρόνια βακτηριακή λοίμωξη που προκαλείται από μικροοργανισμούς του γένους Actinomyces. Η ακτινομύκωση χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη αποστημάτων, παροχετευτικών κόλπων και ινώδους ιστού. Αυτές οι λοιμώξεις μπορεί να είναι τοπικά επιθετικές και μπορεί να περιλαμβάνουν παρακείμενες δομές, οδηγώντας σε συμπτώματα όπως οίδημα, πόνο και εκροή πύου. Η θεραπεία συνίσταται κυρίως στη μακροχρόνια χορήγηση αντιβιοτικών υψηλών δόσεων. Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να είναι απαραίτητη η χειρουργική παροχέτευση ή ο καθαρισμός.
Εκκολπωματική νόσος
Η εκκολπωματική νόσος είναι μια κοινή καλοήθης κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη εκκολπωμάτων, δηλαδή μικρών σακοειδών μορφωμάτων στο τοίχωμα του παχέος εντέρου. Αυτά τα μορφώματα που μοιάζουν με σακουλάκια μπορεί να παρουσιάσουν φλεγμονή ή λοίμωξη, οδηγώντας σε μια κατάσταση γνωστή ως εκκολπωματίτιδα. Ενώ η ίδια η εκκολπωμάτωση είναι συνήθως ασυμπτωματική, η εκκολπωματίτιδα μπορεί να προκαλέσει κοιλιακό άλγος, πυρετό, αιμορραγία από το ορθό και αλλαγές στις συνήθειες του εντέρου όπως δυσκοιλιότητα ή διάρροια. Η θεραπεία της πάθησης είναι συνήθως συντηρητική με χορήγηση αντισπασμωδικών φαρμάκων και διατροφικές τροποποιήσεις ή σε σοβαρές περιπτώσεις χειρουργική, η οποία περιλαμβάνει την αφαίρεση του πάσχοντος τμήματος του παχέος εντέρου.
Συγγενές ή επίκτητο μεγάκολο
Το μεγάκολο, μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μη φυσιολογική διαστολή και διεύρυνση του παχέος εντέρου, μπορεί να είναι είτε συγγενές είτε επίκτητο. Το συγγενές μεγάκολο, γνωστό και ως νόσος του Hirschsprung, υφίσταται από τη στιγμή της γέννησης και προκύπτει από την απουσία γαγγλιακών κυττάρων σε συγκεκριμένα τμήματα του παχέος εντέρου, που οδηγεί σε μειωμένη κινητικότητα και χρόνια δυσκοιλιότητα. Τα συμπτώματα γίνονται αισθητά από τη βρεφική ηλικία, συχνά από τη στιγμή της γέννησης. Το επίκτητο μεγάκολο, που συχνά ονομάζεται τοξικό μεγάκολο, εμφανίζεται συνήθως ως επιπλοκή σοβαρών φλεγμονωδών νόσων του εντέρου όπως η ελκώδης κολίτιδα ή ως απόκριση σε κάποια λοίμωξη ή σε ορισμένα φάρμακα. Και οι δύο μορφές μεγάκολου μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρά συμπτώματα, όπως διάταση της κοιλιάς, σοβαρή δυσκοιλιότητα και απόφραξη του εντέρου, ενώ τα βρέφη ενδέχεται να εμφανίσουν η καθυστέρηση στην ανάπτυξη. Η θεραπεία για το συγγενές μεγάκολο συνήθως περιλαμβάνει χειρουργική αφαίρεση του προσβεβλημένου τμήματος του παχέος εντέρου, ενώ στο επίκτητο μεγάκολο, η διαχείριση εστιάζει στην αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας και των σχετικών επιπλοκών.
Νεοπλάσματα του παχέος εντέρου
Τα νεοπλάσματα του παχέος εντέρου περιλαμβάνουν μια σειρά από καλοήθεις και κακοήθεις αναπτύξεις που μπορούν να σχηματιστούν στο παχύ έντερο ή το ορθό. Ως προς τα καλοήθη νεοπλάσματα, τα πιο συχνά σε εμφάνιση είναι οι πολύποδες του παχέος εντέρου. Αυτοί συνιστούν αναπτύξεις στην εσωτερική επένδυση του βλεννογόνου του παχέος εντέρου. Υπάρχουν διάφοροι τύποι πολυπόδων του παχέος εντέρου, όπως οι αδενωματώδεις, οι υπερπλαστικοί και οι φλεγμονώδεις. Οι αδενωματώδεις πολύποδες μπορούν να εξελιχθούν σε καρκίνο του παχέος εντέρου εάν αφεθούν χωρίς θεραπεία, ενώ οι άλλοι δύο τύποι πολυπόδων γενικά δεν σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου. Οι πολύποδες του παχέος εντέρου συχνά δεν προκαλούν συμπτώματα, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία του προσυμπτωματικού ελέγχου με κολονοσκόπηση για την έγκαιρη ανίχνευση. Στα κακοήθη νεοπλάσματα του παχέος εντέρου συγκαταλέγεται ο καρκίνος του παχέος εντέρου, ο οποίος τυπικά προέρχεται από αδενωματώδεις πολύποδες. Τα νεοπλάσματα του παχέος εντέρου συνδέονται με διάφορους παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, του οικογενειακού ιστορικού, των γενετικών μεταλλάξεων και παραγόντων του τρόπου ζωής, όπως η διατροφή πλούσια σε λιπαρά, χαμηλή σε φυτικές ίνες και η σωματική αδράνεια. Ο τακτικός έλεγχος μέσω εξετάσεων όπως η κολονοσκόπηση είναι απαραίτητος για τον εντοπισμό και τη διαχείριση αυτών των νεοπλασμάτων.
Καρκίνος παχέος εντέρου
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι μια από τις πιο συχνές σε εμφάνιση κακοήθειες παγκοσμίως και δυστυχώς μια από τις πιο διαδεδομένες παθήσεις εντέρου. Συνήθως ξεκινά ως καλοήθεις όγκοι που ονομάζονται πολύποδες, οι οποίοι μπορούν να εξελιχθούν σε καρκίνο με την πάροδο του χρόνου. Παράγοντες κινδύνου για καρκίνο του παχέος εντέρου περιλαμβάνουν την ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό, μια διατροφή πλούσια σε κόκκινα και επεξεργασμένα κρέατα, το κάπνισμα και ορισμένες γενετικές παθήσεις, όπως το σύνδρομο Lynch και η οικογενής αδενωματώδης πολυποδίαση. Η έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου του παχέος εντέρου είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της πρόγνωσης. Συνεπώς ο προσυμπτωματικός έλεγχος με κολονοσκόπηση μετά την ηλικία των 45 ετών κρίνεται αναγκαίος. Η θεραπεία για τον καρκίνο του παχέος εντέρου συχνά περιλαμβάνει χειρουργική επέμβαση, χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία. Κατά τη χειρουργική επέμβαση πραγματοποιείται εκτομή του τμήματος του παχέος εντέρου στο οποίο εντοπίζεται ο όγκος, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις χρειάζεται να αφαιρεθεί ολόκληρο το παχύ έντερο.